- μνήμα
- το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδιβ. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», Ηρόδ.νεοελλ.-μσν.στον πληθ. τα μνήματατο νεκροταφείομσν.φρ. «μνήμα Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφοςαρχ.1. αντικείμενο για ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»Πίνδ.)2. φέρετρο, λάρνακα3. ανάθημα σε θεό4. (γενικά) μνεία, ανάμνηση, ενθύμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- τού μι-μνή-σκω* + κατάλ. -μα (για το -μ- της λ. πρβλ. μνήμων)].
Dictionary of Greek. 2013.